- δύσβατα
- δύσβατοςhard to traverseneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
пакостьныи — (36) пр. 1.Вредный, пагубный: вещемъ же пакостьнымъ и вс˫ако бѣдьнымъ. себе вълагати… не покоримъс˫а. (ἐπιβλαβέσι) ЖФСт к. XII, 92 об.; повинѣмсѧ ѹбо великому сему ѹч҃тлеви. ˫ако да ѹбѣжимъ лжеименьнаго и пакостнаго разума мирьскы˫а мудрости. ПНЧ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αναστενάρια — Σύνολο τελετουργικών πράξεων θιασικής λαϊκής λατρείας· οι μύστες αυτής της λατρείας ονομάζονται αναστενάρηδες. Η λέξη προέρχεται από την πρόθεση ανά και τη μεσαιωνική λέξη ασθενάριον. Σήμερα, τα δύο κύρια κέντρα όπου έχουν επιβιώσει τα α. είναι ο … Dictionary of Greek
δυσβατότοπος — δυσβατότοπος, ο (Μ) τόπος που έχει μέρη δύσβατα … Dictionary of Greek
δόμος — και ντόμος, ο (AM δόμος) οριζόντια σειρά λίθων ή πλίνθων σε οικοδομή νεοελλ. 1. θόλος τών καθολικών εκκλησιών 2. ναός καθολικών 3. δερμάτινα λουριά που τοποθετούνται κάτω από το υπόδημα για να διευκολύνουν το βάδισμα στα δύσβατα μέρη αρχ. μσν. 1 … Dictionary of Greek
δύσβατος — η, ο (AM δύσβατος, ον) (για τόπο) αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί να περάσει κανείς, δυσκολοπέραστος αρχ. 1. επίπονος 2. αυτός που χτυπήθηκε άσχημα από συμφορά 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δύσβατα δυσχωρίαι … Dictionary of Greek
δύσορμος — δύσορμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει άσχημους όρμους, αραξοβόλια («νῆσός ἐστι... δύσορμος ναυσίν», Αισχ.) 2. (για άνεμο) αυτός που κρατά πλοία στο λιμάνι, εμποδίζει την είσοδο ή την έξοδο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ δύσορμα πετρώδη και δύσβατα… … Dictionary of Greek
ιχνηλάτης — Κατηγορία σκύλων που ανήκουν σε διάφορες ράτσες αλλά έχουν την ιδιαίτερη ικανότητα να παρακολουθούν το θήραμά τους. Οι πιο διαδεδομένοι σκύλοι αυτού του είδους είναι οι γαλλικοί, που αποτελούν τη μεγαλύτερη αριθμητικά ομάδα, οι ελβετικοί και οι… … Dictionary of Greek
πετροπέρδικα — (alectoris graeca). Με το χαρακτηρισμό αυτό είναι γνωστό ένα είδος πέρδικας, που ζει αποκλειστικά σε πετρώδη και δύσβατα μέρη. Στην Ελλάδα οι π. είναι το συνηθέστερο είδος πέρδικας που ζει στη χώρα. Η π. είναι μέσου μήκους 33 εκ., με… … Dictionary of Greek
τζιπ — το, Ν άκλ. (στρ. τεχνολ.) επιτυχημένο ελαφρό όχημα τού Β Παγκόσμιου Πολέμου που χρησιμοποιήθηκε μετά τον πόλεμο και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται και σήμερα για στρατιωτικές και μη εφαρμογές και τού οποίου κύρια χαρακτηριστικά είναι η δυνατότητα … Dictionary of Greek
υρακοειδή — (hyracidae). Τάξη θηλαστικών, η οποία περιλαμβάνει μικρά ζώα με πυκνό τρίχωμα. Τα μπροστινά τους άκρα είναι τετραδάχτυλα, ενώ τα πίσω τριδάχτυλα. Περπατούν χρησιμοποιώντας ολόκληρο το πέλμα τους (πελματοβάμονα), το οποίο έχει ισχυρούς όγκους, σαν … Dictionary of Greek